- βανάδιο
- vanadium
Ελληνικό-Γαλλικό λεξικό. 2015.
Ελληνικό-Γαλλικό λεξικό. 2015.
βανάδιο — Χημικό στοιχείο με σύμβολο V. Ανήκει στην πέμπτη ομάδα του περιοδικού συστήματος των στοιχείων και έχει ατομικό αριθμό 23 και ατομικό βάρος 50,95. Έχει δύο σταθερά ισότοπα και είναι αρκετά διαδεδομένο στη φύση. Τα κύρια ορυκτά του είναι ο… … Dictionary of Greek
αυτοκίνητο — Όχημα το οποίο κινείται με κινητήρα που έχει πάνω του και το οποίο δεν σέρνεται από εξωτερική δύναμη. Γενικά χερσαίο όχημα που είναι κατασκευασμένο για να κινείται κατά κανόνα σε δρόμους και αντλεί την απαραίτητη για την κίνησή του ωστική δύναμη… … Dictionary of Greek
ερυθρόνιο — το (Α ἐρυθρόνιον) [ερυθρός] γένος φυτών τής οικογένειας λιλιίδες (liliaceae) με επιμήκη λευκό βολβό και ρόδινα άνθη νεοελλ. παλιά ονομασία τού χημικού στοιχείου βανάδιο … Dictionary of Greek
κάμινος — Μηχάνημα και εγκατάσταση (ονομάζεται και φούρνος ή καμίνι) που παράγει θερμότητα με τη χρησιμοποίηση καύσιμων στερεών υγρών και αερίων ή με την εκμετάλλευση της ηλεκτρικής ενέργειας. Εκτός από αυτές τις κ. υπάρχουν επίσης κ. που αξιοποιούν τη… … Dictionary of Greek
καρνοτίτης — Ορυκτό, ένυδρο ουρανικό και βαναδικό άλας του καλίου, της ομάδας των ουρανιομαρμαρυγιών· η σύστασή του είναι K2(UO2)2(VO4)23Η2Ο. Η δομή του είναι σύνθετη και λεπιοειδής και σπάνια κρυσταλλώνεται. Συνήθως έχει τη μορφή κόκκων και σκόνης, με χρώμα… … Dictionary of Greek
κολουσίτης — ο (ορυκτ.) σπάνιο θειούχο ορυκτό τού χαλκού και τού αρσενικού, που περιέχει επίσης βανάδιο, τελλούριο, σίδηρο και κασσίτερο. [ΕΤΥΜΟΛ. Μεταφορά στην ελλ. ξεν. όρου, πρβλ. αγγλ. colusite < τόπων. Colusa (τής Καλιφόρνιας), που είναι η τυπική… … Dictionary of Greek
πλοίο — Με τον όρο αυτό υποδηλώνεται γενικά κάθε αυτοκινούμενο πλωτό μέσο, που έχει διαστάσεις μεγαλύτερες από της λέμβου και προορίζεται για εμπορικούς (κυρίως μεταφορά εμπορευμάτων και επιβατών), πολεμικούς (επιφανειακές και υποβρύχιες πολεμικές… … Dictionary of Greek
σίδηρος — Χημικό στοιχείο με σύμβολο Fe·ανήκει στην όγδοη ομάδα του περιοδικού συστήματος, έχει ατομικό αριθμό 26, ατομικό βάρος 55,85, σημείο τήξης 15300C, σημείο ζέσης 27350C, ειδικό βάρος 7,86, τέσσερα σταθερά ισότοπα και τρία ραδιενεργά. Ο σ. μεταξύ… … Dictionary of Greek
σιδηρο- — ΝΑ, και σιδερο Ν Ι. α συνθετικό πολλών λέξεων τής αρχαίας, μεσαιωνικής και νέας Ελληνικής, το οποίο ανάγεται στην λ. σίδηρος* / σίδερο. Οι λέξεις αυτές δηλώνουν ονόματα, ενέργειες ή καταστάσεις που σχετίζονται με τον σίδηρο (πρβλ. σιδηρo βόρος,… … Dictionary of Greek
σουλβανίτης — ο, Ν (ορυκτ.) ορυκτό θειοάλας τού χαλκού και τού βαναδίου που κρυσταλλώνεται στο κυβικό σύστημα. [ΕΤΥΜΟΛ. Μεταφορά στην ελλ. ξεν. όρου, πρβλ. αγγλ. sulvanite < sul (πρβλ. σουλ φονικός) + van (< vanadium, πρβλ. βανάδιο) + κατάλ. ite (πρβλ.… … Dictionary of Greek
χάλυβας — Κράμα του σιδήρου, στο οποίο περιέχεται άνθρακας κατά 1,7 1,8% και άλλα μεταλλικά και μη μεταλλικά στοιχεία, κατάλληλα για να προσδώσουν στο κράμα ειδικές ιδιότητες (βανάδιο, βολφράμιο, νικέλιο, χρώμιο), ενώ άλλα στοιχεία βρίσκονται ως… … Dictionary of Greek